Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ομιλεί διά

  • 1 μεταφορά

    η
    1) транспортировка; перевозка; переноска; доставка;

    μέσα μεταφορών — транспорт, средства передвижения, перевозки;

    έξοδα μεταφορας — транспортные расходы;

    2) ирон. распространение, передача (новостей, сплетен);
    3) тех передача;

    ηλεκτρική γραμμή μεταφορας — линия электропередачи;

    4) перенесение, перенос (слога и т. п.);
    5) перевод (на другой язык); 6) лит. метафора;

    ομιλεί διά μεταφορών — он говорит мета- форами;

    7) бухг, транспорт;

    εις μεταφοράν — сделать транспорт;

    8) муз. транспонировка, транспонирование

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μεταφορά

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»